Θανάσης Βαφειάδης
Αγρ. & Τοπογράφος Μηχανικός
Παναγιώτης Κεμεντσετσίδης
Αγρ. & Τοπογράφος Μηχανικός
K4Station


Τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Τότε στα τέλη της δεκαετίας του 50 η Ελλάδα ευημερούσε επί Εθνάρχου αλλά οι Έλληνες έπαιρναν το δρόμο για τις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές. Σήμερα που ο Εθνάρχης δε ζει αλλά οι εθνοσωτήρες βασιλεύουν και η ανάπτυξη είναι προ των θυρών σαν τον Αννίβα μπροστά στις πύλες της Ρώμης, ο ίδιος δρόμος της μετανάστευσης παραμένει ανοιχτός. Τότε έφευγαν ανειδίκευτοι εργάτες, αγρότες που η γεωργία δεν τους υποσχόταν κανένα μέλλον. Σήμερα φεύγουν επιστήμονες, αφού η μόνος κλάδος απασχόλησης που διαφημίζεται ως ελπιδοφόρος είναι η οικολογική γεωργία, πράσινη κι αυτή σαν τα πράσινα άλογα με τα οποία τους παραμυθιάζουν. Οι περισσότεροι από αυτούς που φεύγουν είναι μηχανικοί, γιατί η ανάπτυξη, που είναι προ των πυλών αλλά ποτέ δεν εισέρχεται στο εσωτερικό γιατί είναι ντροπαλή σαν Αρσακειάδα, απαιτεί αεριτζήδες αλλά όχι μηχανικούς, οι οποίοι ως γνωστόν ουδεμία σχέση έχουν με την παροχή συμπιεσμένου αέρος.
Ενίοτε οι επιστήμονες επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη αλλά αντιμετωπίζουν την ίδια αναλγησία εκ μέρους του κράτους, όμοια με εκείνη που επεδείκνυε και όταν έφευγαν για κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό, για κάποιο λιμάνι της αγωνίας ή για κάποιο περιφερειακό αεροδρόμιο όπου οι πτήσεις είναι πιο φθηνές. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι τα κροκοδείλια δάκρυα περισσεύουν και θα έλεγε κανείς ότι τόσο κλάμα για την απώλεια του επιστημονικού δυναμικού της χώρας δεν έπεσε ούτε όταν παίζονταν στις κινηματογραφικές αίθουσες οι δακρύβρεχτες ελληνικές ταινίες με τη Μάρθα Βούρτση, την Άντζελα Ζήλεια και το μικρό Βασιλάκη Καΐλα. Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι ισχύει διαχρονικά το «ουδείς προφήτης στον τόπο του» και αυτό συνέβη με τον Δημοσθένη (Κώστας Τσάκωνας) στην ταινία του Θόδωρου Μαραγκού «Μάθε παιδί μου γράμματα».
Ο Δημοσθένης, μηχανολόγος-μεταλλειολόγος με ειδικότητα στις υψικαμίνους, διαπρέπει στο εξωτερικό. Η διατριβή του για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας αποσπά τις διθυραμβικές κριτικές της επιστημονικής κοινότητας και τα κυριότερα σημεία της δημοσιεύονται στο διεθνούς φήμης περιοδικό Economist. Η διατριβή υποβάλλεται στο Υπουργείο Βιομηχανίας για αξιοποίηση, αλλά όπως συμβαίνει στην Ελλάδα ό,τι αξιόλογο υπάρχει καταλήγει μετ’ επαίνων ή άνευ τούτων στον κάλαθο των αχρήστων. Ο πατέρας του, ένας συντηρητικός εθνικόφρων γυμνασιάρχης, ο Περικλής (Βασίλης Διαμαντόπουλος), υπερήφανος για το γιο του φροντίζει για τα σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου, που με πηχυαίους πρωτοσέλιδους τίτλους διατυμπανίζουν: «Έλλην επιστήμων διαπρέπει στο εξωτερικό».
Ο Δημοσθένης, άγνωστο για ποιους λόγους, αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα και η υποδοχή του στο αεροδρόμιο προμηνύεται θριαμβευτική. Ο πατέρας του έχει κουβαλήσει τις αρχές του τόπου και τους συγγενείς και ανυπομονεί να αντικρύσει το «σγουρομάλλη» του, όπως τρυφερά τον αποκαλούσε λόγω της πυκνής του κόμης, όταν ήταν μικρός. Αντί για σγουρομάλλη όμως αντικρίζει έναν καραφλό που προφανώς έχασε τα μαλλιά του στο βωμό της επιστήμης, διότι το διάβασμα και το άγχος είναι οι πιο επικίνδυνοι τριχοφάγοι.
Το επαγγελματικό μέλλον του Δημοσθένη σύντομα αποδεικνύεται ως προς τις προοπτικές του αποψιλωμένο σαν την κεφαλή σου. Κι αν ο Σαμψών έχασε όλη τη δύναμη του επειδή τον κούρεψε η Δαλιδά, τι δύναμη να έβρισκε αυτός που δεν ήταν απλώς κουρεμένος αλλά τελείως φαλακρός; Ο Δημοσθένης δε φαίνεται να ενοχλείται από τις τρίχες που του λείπουν, γιατί οι «τρίχες» και δη οι κυβερνητικές ήταν αυτές που τον οδήγησαν να επιλέξει τον συγκεκριμένο κλάδο σπουδών, όπως εξηγεί: «Η επιλογή μου δεν ήταν τυχαία. Όταν ήμουν στο Λονδίνο η κυβέρνηση εξήγγειλε νέα μέτρα για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου». Αυτές οι μεγαλοστομίες τον έπεισαν να γίνει μεταλλειολόγος αλλά η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ κατέστρεψε οποιαδήποτε προοπτική αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου, κάνοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες να ομοιάζουν με τις τρίχες που συσσωρεύονται γύρω από τις πολυθρόνες των κουρείων ή των κομμωτηρίων. Οι απόψεις του άνεργου μηχανικού εξοργίζουν τον πατέρα του, που τον επιτιμά λέγοντας: «Μα αυτά τα λένε οι κομμουνισταί».
Μη έχοντας δουλειά να κάνει ο Δημοσθένης περνάει τις ώρες του στο καφενείο παίζοντας τάβλι με τον αδελφό του Σωκράτη (Νίκος Καλογερόπουλος), που είναι βραδύγλωσσος σαν τον αρχαίο συνονόματο του μηχανικού. Οι χωροφύλακες που παρατηρούν τον διαπρεπή επιστήμονα να εξελίσσεται σε διαπρεπή ταβλαδόρο, σχολιάζουν πικρόχολα: «Επιστήμονας να σου πετύχει. Τώρα τι σόι επιστήμονας είναι αυτός που παίζει τάβλι δεν μπορώ να καταλάβω». Ικανός ταβλαδόρος αποδεικνύεται και ο μικρός αδελφός αποσπώντας τα επαινετικά σχόλια του μεγάλου:
-Μωρέ μπράβο. Εσύ παίζεις άνετα τάβλι δε χρειάζεται να πας στο πανεπιστήμιο.
-Μην τα παραλές, το δίπλωμα χρειάζεται, αντιτείνει εκείνος.
Με την άποψη του απογοητευμένου μηχανικού φαίνεται να συντάσσονται και οι μαθητές που ρωτούν τη δασκάλα τους Ελπίδα (Άννα Μαντζουράνη): «Αν ένας επιστήμονας σαν το Δημοσθένη δεν έχει δουλειά εμείς τι μπορούμε να κάνουμε κυρία;»
Η απάντηση στο ερώτημα φαντάζει δύσκολη και από την πλευρά μου θα έλεγα ότι το πρώτο που μπορεί να γίνει είναι να τεθούν τα σωστά ερωτήματα. Και σε αυτά σίγουρα δε συγκαταλέγεται το ερώτημα που βασανίζει το Δημοσθένη: «Έξι χρόνια στο δημοτικό και έξι χρόνια στο Γυμνάσιο μας κάνουν δώδεκα. Και έξι χρόνια στο πολυτεχνείο, δεκαοχτώ. Και έξι χρόνια στο εξωτερικό, είκοσι τέσσερα. Και έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο, τριάντα. Τώρα είμαι τριάντα έξι. Τα έξι χρόνια πού πήγαν;». Γιατί το σωστό ερώτημα και στην περίπτωση του Δημοσθένη και στη δική μας δεν είναι πού πήγαν τα χαμένα χρόνια που πέρασαν αλλά πώς δε θα πάνε χαμένα τα υπόλοιπα χρόνια που μας απομένουν να ζήσουμε.

Μάθε παιδί μου γράμματα
ΣΙΝΕΡΟΜΑΝΤΣΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
![]() | ![]() | ![]() |
---|---|---|
![]() | ![]() | ![]() |