top of page
13. ΑΦΙΣΣΑ.jpg

       «Κορίτσια ο Μπάρκουλης!» ξεφώνιζαν σαν υστερικές νεαρές γυναίκες σε κάθε εμφάνιση γνωστού ζεν-πρεμιέ, αλλά η πρωταγωνίστρια της ταινίας Όλγα (Ζωή Λάσκαρη) προτιμά αντί του Μπάρκουλη έναν πολιτικό μηχανικό, τον Πέτρο (Φαίδων Γεωργίτσης). Γιατί άραγε μια πλούσια και όμορφη γυναίκα απορρίπτει έναν πλούσιο και γοητευτικό βιομήχανο και ορέγεται ερωτικά έναν όμορφο αλλά πάμπτωχο μηχανικό; Σύμφωνα με το σεναριογράφο της ταινίας το πασίγνωστο απόφθεγμα ότι «το υπέρτατο αφροδισιακό είναι η εξουσία» αποτελεί πομφόλυγα, καθώς η ιδιότητα αυτή θα έπρεπε να αποδοθεί στο πτυχίο του Πολυτεχνείου. Αν μάλιστα, όπως εν προκειμένω, αυτό το πτυχίο έχει αποκτηθεί με άριστα είναι πιο διεγερτικό και από το άθροισμα σοκολάτας, στρειδιών και καρυδιών με μέλι, που είναι οι πιο γνωστές τροφές που ανεβάζουν τη λίμπιντο.

    Ξετρελαμένη με τον αριστούχο μηχανικό η Όλγα τον παρουσιάζει στον κοσμικό κύκλο της που εντυπωσιάζεται, γιατί τότε το Πολυτεχνείο σήμαινε πολλά. «Ξέρεις τι είναι να πάρεις με άριστα το πτυχίο και μάλιστα του Πολυτεχνείου; Πρέπει να είσαι Αϊνστάιν», λέει με καμάρι η Όλγα για το φίλο της και όλοι συμφωνούν, ανεβοκατεβάζοντας τα πλούσια κεφάλια τους ως δείγμα συγκατάνευσης. Μόνο η μάνα της (Τασσώ Καββαδία), που και εδώ υποδύεται τη διμούτσουνη οχιά, φαίνεται να διαφωνεί: «Γι’ αυτή τη δουλειά χρειάζονται κεφάλαια. Θα σας βοηθήσουν οι γονείς σας;», «Για την επιτυχία χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα από ένα απλό διάβασμα». Αυτά και άλλα παρόμοια του λέει η κακίστρω μέλλουσα πεθερά για να τον αποκαρδιώσει, καθώς τον θεωρεί προικοθήρα και παρακατιανό.

    Ο μηχανικός, όμως, διαθέτει ψυχισμό σαν προεντεταμένο σκυρόδεμα και θεωρεί ότι έχει απεριόριστη αντοχή σε οποιεσδήποτε θλιπτικές δυνάμεις και εφελκυστικές τάσεις ασκηθούν πάνω του. Αγνοεί τις κακόβουλες προειδοποιήσεις της πεθεράς, παντρεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του και ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία, ευελπιστώντας ότι σύντομα θα αναλάβει να σχεδιάσει ένα επιβλητικό οικοδόμημα. Ένα οικοδόμημα σαν το Χίλτον, όπως του είχαν ευχηθεί οι φίλοι του όταν γιόρταζαν σε ένα ταπεινό ταβερνάκι τη λήψη του πτυχίου του. Τα πράγματα, όμως, δεν πηγαίνουν καλά –για την ακρίβεια πηγαίνουν κατά διαόλου- και έτσι η Όλγα αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του οικογενειακού φίλου Αλέκου Αλεξάνδρου (Ανδρέας Μπάρκουλης), στον οποίο, εμφανώς στενοχωρημένη, εξιστορεί την ατυχή επαγγελματική πορεία του άντρα της.

       -Είχε μερικές συνεργασίες αλλά λιγάκι ατυχείς.

       -Ατυχείς; Τι ατυχείς;

      -Δεν τον πληρώνανε καλά, ήταν παράξενοι και ξέρεις ο Πέτρος είναι ευαίσθητος άνθρωπος. Δεν δέχεται τη μείωση τώρα και μάλιστα από ανθρώπους αγράμματους που δε θα μιλούσαν ούτε στον τελευταίο τους εργάτη έτσι.

       -Δηλαδή τώρα είναι χωρίς δουλειά;

      Παρά τη χυλόπιτα που έχει φάει από την Όλγα, ο Αλεξάνδρου, που είναι ολίγον τι χαλβάς αλλά συνάμα και καλόκαρδος, δέχεται να βοηθήσει. Εν αγνοία, φυσικά, του Πέτρου, που είναι περήφανος και εκτός από μύγα στο σπαθί του δε δέχεται ούτε καν την παραμικρή εξυπηρέτηση. Έτσι, ο Αλεξάνδρου τηλεφωνεί σε έναν πρώην εμπειροτέχνη, που πλέον έχει γίνει μεγαλοεργολάβος, για να προσλάβει τον Πέτρο στην εταιρία του. Είναι, βλέπετε, η εποχή που κάθε μικροκεφαλαιούχος, μπακάλης, χασάπης ή ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου, χτίζει και πουλάει διαμερίσματα σαν να πουλάει μια οκά ρέγκες, θεωρεί ότι όλα μπορεί να τα σφάξει και όλα να τα μαχαιρώσει και το οικοδομικό αποτέλεσμα είναι σαν της νύχτας τα καμώματα που τα βλέπει η μέρα και γελά.

      Έτσι, ο Πέτρος πιάνει δουλειά στην εταιρεία του κυρ-Θανάση και μάλιστα συνεχίζει να εργάζεται στο σπίτι, όπου τον βλέπουμε να ξενυχτάει πάνω στο σχεδιαστήριο, σχεδιάζοντας ξυλότυπους και έχοντας το ταυ κρεμασμένο στον τοίχο, όπως είχαν κρεμασμένα τα καριοφίλια και τα γιαταγάνια οι αγωνιστές του 21. Επειδή, όμως, όλα τα θαύματα κρατάνε τρεις μέρες, έτσι και στην περίπτωση του Πέτρου, το θαύμα της εργασιακής απασχόλησης τερματίζεται σύντομα. Ο εργολάβος του ζητά με επιτακτικό ύφος να αφαιρέσει μια δοκό από ένα ρετιρέ, γιατί ο πελάτης δε τη θέλει στη μέση του λίβιγκ-ρουμ. Ο μηχανικός του εξηγεί ότι αυτό δε μπορεί να γίνει και ο εργολάβος απαντά με προπέτεια ότι όλα γίνονται. Και συμπληρώνει ειρωνικά: «Όλα τα μάθατε πια στο Πολυτεχνείο». Η ειρωνική διάθεση του αδαή που νομίζει ότι είναι παντογνώστης, χαρακτηριστικό και αυτό του Νεοέλληνα, κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει: «Πάρε κανέναν άλλο που το χαρτί το έχει μόνο για μόστρα» του λέει κατάμουτρα ο Πέτρος καθώς βροντάει την πόρτα της εταιρίας πίσω του. Ο μηχανικός είχε απόλυτο δίκιο, αφού η αφαίρεση βασικών δομικών στοιχείων μπορεί να επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα, όπως συνέβη με την πολυκατοικία της πλατείας ιπποδρομίου στη Θεσσαλονίκη στο σεισμό του 1978 ή με το εξαώροφο κτήριο της «Ρικομέξ» στο Μενίδι στο σεισμό της Πάρνηθας το 1999.

     Τώρα πλέον το ποτήρι της ζωής του Πέτρου, όπως και να το έβλεπε κανείς, ήταν μισοάδειο και άδειαζε ακόμη περισσότερο όσο αυτός άδειαζε κάθε βράδυ τα γεμάτα με ουίσκι ποτήρια. Η κατάσταση στο σπίτι απελπιστική: οι δικαστικοί επιμελητές είχαν κατάσχει τα αγορασμένα με δόσεις έπιπλα και η Όλγα όσο ωραία ήταν τόσο χάλια ήξερε να μαγειρεύει. Το τελευταίο ήταν χειρότερο γιατί η κακή μαγειρική και όχι τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια είναι αυτή που έχει κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια.

     Η σωτηρία ήρθε πάλι από τον Αλεξάνδρου που αυτή τη φορά του βρήκε δουλειά στην κατασκευή μιας γέφυρας. Στην ταινία βλέπουμε τον Πέτρο να δουλεύει μανιωδώς στο εργοτάξιο, καθώς όσο εγωπαθής είναι άλλο τόσο είναι και εργασιομανής. Όταν η Όλγα τον επισκέπτεται, μαγνητίζοντας τα βλέμματα των εργατών με την εμφάνισή της, ο Πέτρος με φανερή ικανοποίηση της λέει ότι αν συνεχίσουν με τέτοιους ρυθμούς, το έργο μπορεί να παραδοθεί μέχρι και ένα μήνα νωρίτερα από το συμβατικό χρόνο. Αλλά είπαμε: τα ωραία πράγματα κρατάνε λίγο κι άμα σε έχει γλωσσοφάει η πεθερά σου κρατάνε λιγότερο. Στο κορυφαίο πλάνο της ταινίας βλέπουμε το ζευγάρι να γιορτάζει την αποπεράτωση της γέφυρας και σε παράλληλο πλάνο τη γέφυρα να τρίζει, με τους τριγμούς της να θυμίζουν επιθανάτιο ρόγχο. Την ώρα που ο μηχανικός ξαπλώνει με τη γυναίκα του στο κρεβάτι, για να γιορτάσουν το γεγονός με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, του τηλεφωνούν για να τον ενημερώσουν ότι η γέφυρα έχει καταρρεύσει και έχει σωριαστεί σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.

    Όταν ο Πέτρος φθάνει εσπευσμένα στον τόπο της καταστροφής και αντικρίζει τις ξύλινες δοκούς του ζεύγματος θραυσμένες και ατάκτως εριμμένες γονατίζει και αναφωνεί «γιατί Θεέ μου», με τον ίδιο σπαρακτικό τρόπο που και ο γράφων αντιμετωπίζει κάθε γκολ που δέχεται ο «ΑΡΗΣ» είτε εντός είτε εκτός έδρας. Το πρόβλημα είναι ότι η γέφυρα κατέρρευσε από το ίδιον βάρος πριν καν τεθεί σε κυκλοφορία και πριν παρέλθει ικανός χρόνος, ώστε η κατάρρευση να μπορεί να εξηγηθεί από τα μεγάλα κυκλοφορούντα φορτία ή από την κακή συντήρησή της. Γιατί κατέρρευσε τότε η ξύλινη γέφυρα με τα πυκνά ικριωματοειδή υποστηλώματα και πού ακριβώς προκλήθηκε η βλάβη; Στην υποδομή (θεμελίωση και βάθρα) ή στο ζεύγμα της γέφυρας; Και τις πταίει, που θα έλεγε ο Τρικούπης. Ο μηχανικός; Οι εργάτες; Τα υλικά κατασκευής; Η χαλαρή σύνθεση ή η διάβρωση του εδάφους; Οι γκόμενες οι πρώην και οι επόμενες που σύμφωνα με το τραγούδι φταίνε για όλα;

      Μελετητική αστοχία από έναν αριστούχο του Πολυτεχνείου ήταν απίθανο να υπάρξει και το πιο πιθανό είναι ότι υπήρξε αστοχία κατά την κατασκευή και ειδικότερα στη σύνδεση των δοκών του ζεύγματος. Και πώς να ελέγξει ο επιβλέπων μηχανικός του εργάτες που αντί να είναι προσηλωμένοι στην ήλωση είχαν προσηλωθεί στις γάμπες της Όλγας, όταν εκείνη περιφερόταν στο εργοτάξιο με την άνωθεν των γονάτων φούστα της να τους προκαλεί αμαρτωλές σκέψεις; Παρόλα αυτά του αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος και ευτυχώς δεν υπήρχαν θύματα, γιατί τότε θα πλήρωνε τζερεμέδες για μια ολόκληρη ζωή. Γιατί σε αυτή τη χώρα σε περίπτωση βλάβης ενός έργου από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στο τέλος την πληρώνει μόνο ο μηχανικός. Είναι ένα είδος μουτζούρη με απεριόριστη ευθύνη, η οποία μάλιστα δεν έχει ημερομηνία λήξης. Το εξωφρενικό είναι ότι ένας φόνος παραγράφεται μετά την παρέλευση 25 ετών από την τέλεσή του ενώ οι αστικές και ποινικές ευθύνες ενός μηχανικού δεν παραγράφονται ποτέ.

     Τι όφειλε, λοιπόν, να πράξει ο συγκεκριμένος μηχανικός και δεν το έπραξε; Όλοι γνωρίζουν ότι σε αυτό τον τόπο ότι για να στεριώσει ένα γεφύρι πρέπει να θαφτεί στα θεμέλιά η γυναίκα του πρωτομάστορα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να θαφτεί η πεθερά και αυτό θα ήταν το λιγότερο από όσα της άξιζαν να πάθει.

tire-la-bobine-et-le-cinema-sera_579572.
Όλγα αγάπη μου
ΣΙΝΕΡΟΜΑΝΤΣΟΝ ΠΕΘΕΡΟΠΛΗΚΤΟΝ
13.1
13.2
13.3
13.4
13.5
13.6
13.7
13.8
bottom of page