Θανάσης Βαφειάδης
Αγρ. & Τοπογράφος Μηχανικός
Παναγιώτης Κεμεντσετσίδης
Αγρ. & Τοπογράφος Μηχανικός
K4Station

«Ο νικητής» 1965
Ε, άμα είναι πετυχημένος αρχιτέκτονας να το πάρει το κορίτσι

«Ο αρχιτέκτονας είναι ένας τύπος που δεν είναι τόσο αδερφή για να είναι διακοσμητής ούτε τόσο άντρας για να είναι Τοπογράφος». Τέτοιου είδους φθηνά ευφυολογήματα, κακεντρεχείς αστεϊσμοί στην πραγματικότητα, κατασκεύαζαν πάντα οι λοιποί μηχανικοί για τους αρχιτέκτονες. Αυτοί με τη σειρά τους ανταπέδιδαν με ανάλογα απαξιωτικά παρωνύμια: «χωραφόμπατσος» ο αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός, «μπετατζής» ο πολιτικός μηχανικός, «πριζάς» ο ηλεκτρολόγος μηχανικός κοκ. Αν μάλιστα προτασσόταν και άλλο παρωνύμιο σχετικό με τον τόπο καταγωγής, ο χαρακτηρισμός γινόταν ακόμη πιο σκωπτικός καθώς: ο Κιλκισιώτης τοπογράφος γινόταν «Μαλούρδος χωραφόμπατσος», ο Σερραίος πολιτικός μηχανικός «Ακανές μπετατζής», ο Κοζανίτης ηλεκτρολόγος «Σούρδος πριζάς». Ο αρχιτέκτονας Πέτρος Ντάβαρης (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) στην ταινία της Μαρίας Πλυτά «ο νικητής» δεν έχει καμία σχέση με τη Σουρδία, τη Μαλουρδία, τη Γκατζολία ή οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας αφού είναι βέρος Αθηναίος και μόνο ως αδερφή (μέλος της ΛΟΑΤ κοινότητας στην ευρωπαΐζουσα νεοελληνική) δεν παρουσιάζεται. Ούτε καν σκιαγραφείται ως άτομο εκλεπτυσμένο με καλλιτεχνικές και αισθητικές ανησυχίες, γιατί ως τέτοιους θεωρούσαν εαυτούς οι αρχιτέκτονες. Ως τέτοιους τους αντιμετωπίζαμε και ημείς, οι θεράποντες της κορωνίδος των τεχνικών επιστημών της τοπογραφίας, που ουδέποτε τους κατατάσσαμε στην κατηγορία των μηχανικών. Σε αυτό άλλωστε συνηγορεί και ο τίτλος τους, σκέτος αρχιτέκτων, ενώ σε όλους τους άλλους υπάρχει στο δεύτερο σκέλος του τίτλου η λέξη μηχανικός: Αγρονόμος & τοπογράφος μηχανικός, Πολιτικός μηχανικός, Χημικός μηχανικός, Μηχανολόγος μηχανικός κλπ. Ο αρχιτέκτων, λοιπόν, της ταινίας όχι μόνο είναι αρρενωπός σαν τοπογράφος – άντε και σαν πολιτικός μηχανικός- αλλά είναι και ερωτύλος, εξ απαλών ονύχων μάλιστα. Από τότε που ήταν μικρούλης και δεν ήξερε τι εμπεριέχεται στο πανί που του έραβε για βρακί η μητέρα του, ερωτοτροπούσε ασυστόλως. Έπαιζε κρυφά το πονηρό παιχνίδι «γιατρός» με την κόρη του πλούσιου αφεντικού, τη Λένα Βασιλειάδη (Μιράντα Κουνελάκη), η οποία από μικρή φαινόταν ότι μεγαλώνοντας θα το έπνιγε το κουνέλι. Ο πνιγμός του κονίκλου, όμως, δεν μπορούσε να συμβεί εξαιτίας της καταραμένης της ταξικής διαφοράς, καθόσον ο Πέτρος ήταν γιος οδηγού λιμουζίνας (Παντελής Ζερβός) και η Λένα κόρη εργοστασιάρχη (Λυκούργος Καλλέργης). Όταν ο κύριος Βασιλειάδης συλλαμβάνει τον Πέτρο να ξελογιάζει την κόρη του στον κήπο εξαγριώνεται και φέρεται σκαιότατα, καθυβρίζοντας τον: «Τι να ακούσω μωρέ άτιμε; Βούλωστο» του λέει και του αστράφτει ένα ηχηρό σκαμπίλι, ώστε να δει σφοντύλι τον έναστρο ουρανό που προηγουμένως ατένιζε με την αγαπημένη του, όπως κάνουν όλοι οι ερωτευμένοι. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει ο Πέτρος να διεκδικήσει τη γυναίκα της ζωής του ήταν να ανέλθει κοινωνικά, επιτυγχάνοντας την επαγγελματική του καταξίωση, η οποία σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τη γυναίκα του Καίσαρα δεν προϋποθέτει ως προς την ικανότητα το είναι αλλά μόνο το φαίνεσθαι. Στην αρχή δουλεύει στην οικοδομή, γιατί ως γνωστόν η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί και τους πολύ άντρες τους κάνει το δασύτριχο στέρνο, το οποίο είναι εμφανές στους οικοδόμους που δουλεύουν μεσ’ το λιοπύρι ημίγυμνοι. Ο μέλλων πεθερός του Πέτρου, όταν περνάει με την αυτοκινητάρα του μπροστά από το εργοτάξιο που δουλεύει ημίγυμνος, όχι μόνο τον λερώνει με τα λασπόνερα που εκτινάσσουν οι ρόδες του αυτοκινήτου αλλά και τον λασπολογεί στην κόρη του λέγοντας σαρκαστικά: «Ξέρεις που συνάντησα τον άντρα της καρδιάς σου; Σε ένα γιαπί!» Και το λέει τόσο επιτιμητικά λες και το γιαπί αποτελεί κάποιο είδος χαμαιτυπείου ή ακόμη χειρότερα Βουλευτηρίου. Το απόλυτο αρσενικό με πτυχίο αρχιτέκτονα συνεχίζει να σκορπά έρωτα γύρω του και σαγηνεύει την αδελφή της Λένας, την Άντα (Μέμα Σταθοπούλου), η οποία τον λιμπίζεται και τον λιγουρεύεται και επιπλέον προφέρει το λάμδα και το νι με την γνωστή πατρινή προφορά λιί και νιί. Εκείνος, φυσικά, αποκρούει την ερωτική επίθεση λέγοντας ότι είναι αφοσιωμένος παιδιόθεν σε μια μόνο γυναίκα, την αδελφή της, με τον ίδιο παθιασμένο τρόπο που ο γράφων είναι αφοσιωμένος από παιδί σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, τον Άρη Θεσσαλονίκης, όσο παιδαριώδες και να θεωρείται αυτό. Η Άντα, βλέποντας το όνειρο της να βουλιάζει, συνάπτει δεσμό με τον εφοπλιστή Γιώργο Μαρκαντώνη (Θάνος Λειβαδίτης) εξασφαλιίζοντας έτσι μια άνιιετη ζωή, αφού οι εφοπλιστές εκείνης της εποχής βούλιαζαν αύτανδρα τα σαπιοκάραβά τους για να εισπράττουν υπέρογκες αποζημιώσεις. Ο Πέτρος στο μεταξύ διαπρέπει ως αρχιτέκτων, κερδίζοντας μάλιστα το Α’ βραβείο του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για τη Στέγη των Γραμμάτων και των Τεχνών, κάνοντας τον πατέρα του να απορεί πώς είναι δυνατόν να χτίσουν ένα χτίριο για να μπούνε μέσα τα γράμματα και οι τέχνες. Σε αυτό συμφωνεί και ο φίλος του (Λαυρέντης Διανέλλος) που εκφράζει το θαυμασμό με το επαναλαμβανόμενο επιφώνημα τσου, τσου, τσου! που είναι ό,τι καλύτερο έχει ακουστεί στην ταινία. Για να λήξει επιτέλους το απαράδεκτο ειδύλλιο με τον παρακατιανό γαμπρό που θεωρεί προικοθήρα, ο κ. Βασιλειάδης οδηγεί άρον- άρον την κόρη του στην εκκλησία με κάποιον χλιμίτζουρα, τον γιο εφοπλιστή Δεληνίκου. Ο Πέτρος, όμως, δεν το βάζει κάτω. Πηγαίνει στην εκκλησία με ταξί, διακόπτει τη γαμήλια τελετή λέγοντας με στόμφο «αυτή η γυναίκα είναι δική μου» και απαγάγει τη νύφη, εισπράττοντας κατάρες από τον οργισμένο πεθερό. Η συνέχεια είναι αναμενόμενη. Πεισμωμένος ο Πέτρος ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά, αναλαμβάνοντας την ανέγερση όλων και περισσότερων οικοδομών, είτε ιδιόκτητων είτε κατασκευαζόμενων με το σύστημα της αντιπαροχής, που εκείνη την εποχή μεσουρανεί. Αντικρίζοντας ο κ. Βασιλειάδης τις αναρτημένες έξω από τα εργοτάξια πινακίδες, όπου δεν αναγράφονται ο τίτλος του έργου, ο αριθμός αδειοδότησης αλλά μόνο το όνομα Πέτρος Ντάβαρης ως μελετητής και επιβλέπων μηχανικός, του ‘ρχεται ντουβρουτζάς και πηγαίνει ντουγρού στο σπίτι του, όπου βρίσκει τη γυναίκα του (Ίλυα Λιβυκού) να πλέκει ένα ζιπουνάκι. Το εγγόνι που θα έρθει εξημερώνει το σκληρόκαρδο πεθερό, με τον ίδιο τρόπο που η μουσική εξημερώνει ακόμη και τα άγρια θηρία. Η ταινία της Πλυτά μπορεί να είναι ένα γλυκανάλατο μελό αλλά το ηθικό της δίδαγμα είναι αρκούντως πιπεράτο: άμα δεν «κανονίσεις» τις κόρες των αφεντικών, όσα πτυχία και να πάρεις, όσους διαγωνισμούς και να κερδίσεις, όσες οικοδομές και να ανεγείρεις, τα αφεντικά θα σε χτυπάνε κάτω σα χταπόδι ή ακόμη χειρότερα θα σου συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρεται το κράτος στους σημερινούς μηχανικούς. Αλλά μήπως ακόμη κι αν τις «ατιμάσεις» όπως λέγεται στην ταινία δε θα υποστείς τα ίδια, όπως ο μαύρος γάτος στο γνωστό τραγούδι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Οπότε, τζίφος το ηθικό δίδαγμα.

e004b50f-5ba6-4113-9756-1ddbd45b6a5e